-
1 загадка
-
2 разгадать
разгадать, разгадывать μαντεύω* \разгадать загадку λύνω το αίνιγμα* * *= разгадыватьразгада́ть зага́дку — λύνω το αίνιγμα
-
3 загадка
загад||каж τό αίνιγμα:разгадать \загадкаку λύνω αίνιγμα· говорить \загадкаками μιλάω μέ αίνίγματα. -
4 загадывать
загадыватьнесов1. (загадки) θέτω αίνιγμα·2. (задумывать) σκέπτομαι, βάζω στό νοῦ. -
5 задавать
задаватьнесов1. (поручить выполнить) δίνω, βάζω, ἀναθέτω:\задавать урок βάζω μάθημα· \задавать работу ἀναθέτω δουλειά·2. (причинять):\задавать страху кому́-л. φοβερίζω (или τρομάζω) κάποιον \задавать встрепку кому-л. βάζω κατσάδα, κατσαδιάζω κάποιον; μαλώνω κάποιον ◊ \задавать ко́рму δίνω ταγή, δίνω φορβήν \задавать загадку βάζω αίνιγμα· \задавать вопрос ὑποβάλλω ἐρώτημα· \задавать тон δίνω τόν τόνον. -
6 разгадывать
разгадыватьнесов μαντεύω (решать)/ καταλαβαίνω, ἐννοώ (понимать, уяснять):\разгадывать загадку λύνω τό αίνιγμα· \разгадывать чьй-л. намерения μαντεύω τίς προθέσεις κάποιου. -
7 загадка
[ζαγκάτκα] ουσ. θ. αίνιγμα -
8 загадка
[ζαγκάτκα] ουσ θ αίνιγμα -
9 загадать
ρ.σ.1. βάζω αίνιγμα.2. μτφ. σκέφτομαι., βάζω στο νου ή με το νού•-ите какое-либо число βάλτε με το νού σας έναν οποιονδήποτε αριθμό.
3. προεικάζω, προμαντεύω. -
10 загадка
-и θ.αίνιγμα. || μτφ. ενέργεια ή κατάσταση αβέβαιη, δυσξεχνίαστη.εκφρ.говорить -ами – ομιλώ αινιγματικά. -
11 загвоздить
-зжу, -здишь, ρ.σ.μ.1. παλ. καρφώνω" πριτσινώνω.2. (απλ.) βάζω ερώτηση, αίνιγμα κ.τ.τ. -
12 задать
ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)1. δίνω• βάζω•задать работу δίνω δουλειά•
задать задачу δίνω πρόβλημα•
задать вопрос βάζω ερώτηση•
-уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•
задать бал δίνω χορό•
задать страх ενσπείρω το φόβο•
задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•
задать загадку βάζω αίνιγμα.
|| τιμωρώ•я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.
2. δίνω τροφή στα ζώα•овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.
εκφρ.задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.
2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.3. στέργω, ευδοκώ. -
13 разгадать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгаданный, βρ: -дан, -а, -о.1. μαντεύω, εικάζω, απεικάζω, βρίσκω• λύνω•разгадать загадку λύνω το αίνιγμα.
2. καταλαβαίνω, εννοώ• αντιλαμβάνομαι, αγροικώ. -
14 решить
-щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шеноρ.σ.1. αποφασίζω•он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.
2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.
3. λύνω•решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•
решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•
решить уравнение λύνω την εξίσωση•
решить загадку λύνω το αίνιγμα•
решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.
4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.5. τελειώνω, περατώνω.6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.εκφρ.решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•- шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.
3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•решить жизни πεθαίνω.
См. также в других словарях:
Αίνιγμα — (ainigma) (греч.); aenigma (лат.) иносказание, загадка, символ, энигма. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
αἴνιγμα — dark saying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αίνιγμα — το, ατος 1. φράση σκόπιμα ασαφής ή διφορούμενη που το νόημά της πρέπει κανείς να το μαντέψει: Πολλές φορές τα βράδια μαζεύονταν και διασκέδαζαν λέγοντας αινίγματα. 2. σκοτεινός, ακατανόητος (για ανθρώπους ή πράγματα): Αυτός ο άνθρωπος είναι σωστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἴνιγμ' — αἴνιγμα , αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγμάτων — αἴνιγμα dark saying neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγμασι — αἴνιγμα dark saying neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγμασιν — αἴνιγμα dark saying neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγματα — αἴνιγμα dark saying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγματι — αἴνιγμα dark saying neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνίγματος — αἴνιγμα dark saying neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)